εντεύθεν

εντεύθεν
(AM ἐντεῡθεν, Α και ιων. τ. ένθευτεν)
επίρρ.
1. (για τόπο) από 'δω ή από 'κει («καταπλώσας γάρ... ἐπὶ Φᾱσιν ποταμόν, ἐντεῡθεν», Ηρόδ.)
2. χρον. από ένα καθορισμένο χρονικό σημείο και μετά, από τότε («κἀντεῡθεν ἄλλος ἄλλον ἐξ ἑνὸς κακοῡ ἔθραυε κἀνέπιπτε», Σοφ.)
μσν.- νεοελλ.
(ως πρόθεση με γενική) «εντεύθεν τού Δουνάβεως», «η εντεύθεν τών Άλπεων Γαλατία»
αρχ.
επίρρ.
1. δηλώνει προέλευση («ἐντεῡθεν τὸν βίον ἐποιοῡντο», «ἐντεῡθεν αἱ μάχαι»)
2. αιτία («κἀντεῡθεν δόμοι νοσοῡσιν ἀνδρῶν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Aττ. τ. από ιων. ενθεύτεν, με μετάθεση τής δασύτητας αναλογικά προς τον σχηματισμό τού ενταύθα*, και επίθημα -θεν (πρβλ. ένθεν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐντεῦθεν — hence indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'ντεῦθεν — ἐντεῦθεν , ἐντεῦθεν hence indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀντεῦθεν — ἐντεῦθεν , ἐντεῦθεν hence indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑντεῦθεν — ἐντεῦθεν , ἐντεῦθεν hence indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐντεῦθεν — ἐντεῦθεν , ἐντεῦθεν hence indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀντεῦθεν — ἐντεῦθεν , ἐντεῦθεν hence indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθεῦτεν — ἐντεῦθεν hence ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • отъсюдоу — (98) нар. 1.Отсюда, из этого места: ц(с)рь больми ˫аростию разгорѣвъс˫а велиѥ и гнѣвьнѣ възъва. изидѣте ѿсюдѹ ѿ мене. ЖФСт к. XII, 114 об.; и възмѹ тѧ ѿсюдѹ. ПрЛ 1282, 13в; начать молитисѧ гл҃ѧ. г҃а ради пѹсти мѧ ѿсюдѹ ˫ако не могѹ терпѣти. въ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ԱՍՏԻ — I. ( ) NBH 1 0318 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c, 14c մ. ἕνθεν, ἑντεῦθεν hinc Յայսմ տեղւոջէ.ʼի տեղւոջէս յայսմանէ. եւ յայսմ բանէ. աստից, ասկից, ասկէ, սկից, հոսկից. ... *Աստի առ ձեզ անցանել: Բարձին աստի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”