- εντεύθεν
- (AM ἐντεῡθεν, Α και ιων. τ. ένθευτεν)επίρρ.1. (για τόπο) από 'δω ή από 'κει («καταπλώσας γάρ... ἐπὶ Φᾱσιν ποταμόν, ἐντεῡθεν», Ηρόδ.)2. χρον. από ένα καθορισμένο χρονικό σημείο και μετά, από τότε («κἀντεῡθεν ἄλλος ἄλλον ἐξ ἑνὸς κακοῡ ἔθραυε κἀνέπιπτε», Σοφ.)μσν.- νεοελλ.(ως πρόθεση με γενική) «εντεύθεν τού Δουνάβεως», «η εντεύθεν τών Άλπεων Γαλατία»αρχ.επίρρ.1. δηλώνει προέλευση («ἐντεῡθεν τὸν βίον ἐποιοῡντο», «ἐντεῡθεν αἱ μάχαι»)2. αιτία («κἀντεῡθεν δόμοι νοσοῡσιν ἀνδρῶν»).[ΕΤΥΜΟΛ. Aττ. τ. από ιων. ενθεύτεν, με μετάθεση τής δασύτητας αναλογικά προς τον σχηματισμό τού ενταύθα*, και επίθημα -θεν (πρβλ. ένθεν)].
Dictionary of Greek. 2013.